- κόρακας
- I
Ονομασία τριών οικισμών.1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών.2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 17 χλμ. ΒΑ της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέσσωνος.3. Οικισμός (34 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φοίνικα.II(Αστρον.). Μικρός αστερισμός στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στους αστερισμούς της Παρθένου, του Κρατήρα, της Ύδρας και του Ζυγού. Το λαμπρότερο άστρο του, το β του Κ., έχει αστρικό μέγεθος 2,7 και απέχει από τη Γη 108 έτη φωτός. Μεσουρανεί στις 15 Μαΐου πάνω από τον νότιο ορίζοντα της Αθήνας. Διεθνώς ονομάζεται Corvus και συμβολίζεται Crv.* * *-α και -άκου και κόραξ, -ακος, ο (ΑM κόραξ, -ακος)1. ονομασία, κοινή σήμερα, πτηνών που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια κορακίδες (α. «μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου», Παπαδ.β. «ὃς οὐ συνίει κόραξι καὶ λύκοις χαριζόμενος», Λουκιαν.)2. καμπυλωτό ραμφοειδές σιδερένιο μηχάνημα που χρησιμεύει ως μάνταλο θύρας3. αγκιστροειδές σιδερένιο όργανο, γάντζος, αρπάγη4. καθετί που προεξέχει και μοιάζει με το ράμφος τού ομώνυμου πτηνού5. φρ. «(άι) στον κόρακα» ή «ἐς κόρακας»(ως κατάρα) στον διάβολο («ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)νεοελλ.1. (αοτρον.) μικρός αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών τού Κρατήρος, τής Παρθένου, τής Ύδρας και τού Ζυγού2. ναυτ. κοινή ονομασία τών δύο ακρότατων τμημάτων τών πλοίων, ιδίως τών ξύλινων ιστιοφόρων και τών λέμβων3. λίθος τοίχου που προεξέχει και χρησιμεύει στη σύνδεση με άλλον κτισμένο τοίχο4. φρ. α) (γι' αυτούς που ενοχλούν με τις φωνές ή με τον βήχα τους) «κόρακας να σέ κόψει» ή «βγάλε τον κόρακα» — βούλωσέ το, σκασμόςβ) «έφαγε τον κόρακα» — έφαγε υπερβολικάγ) «κόρακος σκοπή»ναυτ. σκοπιά στο κατά το δυνατόν υψηλότερο μέρος τού πρωραίου ιστού, αλλ. κορακοφωλιά5. παροιμ. α) «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει» — υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ πονηρών και κακόβουλων ανθρώπωνβ) «όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι» — λέγεται για περιπτώσεις που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί κάτιγ) «από τον κόρακα κρα μόνο θ' ακούσεις» — από κακό άνθρωπο μην περιμένεις καλά λόγια ή πράξειςαρχ.1. είδος μεγάλου υδρόβιου πτηνού («καὶ ὁ καλούμενος κόραξοὗτος δ' ἐστὶ τὸ μέγεθος μὲν οἷον πελαργός, πλὴν τὰ σκέλη ἔχει ἐλάττω», Αριστοτ.)2. ονομασία αστερισμού3. πολιορκητική μηχανή με σχήμα μεγάλης αρπάγης που χρησίμευε για κατεδάφιση τειχών4. είδος βασανιστήριου οργάνου5. καμπυλωτή αιχμή χειρουργικού εργαλείου6. το ράμφος τού πετεινού7. είδος ψαριού8. παροιμ. «λευκὸς κόραξ» — λεγόταν για κάτι ανήκουστο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ker- / *kor, προϊόν ηχομιμήσεως. Συνδέεται με άλλα ονόματα πουλιών που ανάγονται στην ίδια ρίζα, όπως τα ελλ. κόραφος*, κορώνη και τα λατ. corvus «κοράκι», cornix «κορώνη». Η κατάλ. -αξ, συνήθης στην αρχ. καθομιλουμένη, πιθανόν να προήλθε από θ. παρεκτεταμένο με φωνηεντικό -n-, που εμφανίζεται επίσης στα κόραφος, cornix (< *kor-n-).ΠΑΡ. κοράκι(ον), κορακίαςαρχ.κορακεύς, κορακησία, κορακήσιον, κορακίας, κορακίσκος, κορακιστί, κορακώ, κορακώδης, κοραξόςαρχ.-μσν.κορακίνοςμσν.κορακικώς, κορακούδινεοελλ.κορακόπουλο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κορακοειδής, κορακόφωνοςνεοελλ.κορακόβηχας, κορακοζώητος, κορακόζωος, κορακοκέφαλος, κορακόμορφος, κορακοφωλιά. (Β' συνθετικό) νυκτικόραξ (νυχτοκόρακας)αρχ.οστοκόραξ, παιδοκόραξ, πετροκόραξ, πυρροκόραξνεοελλ.μαυροκόρακας, φαλακροκόρακας].
Dictionary of Greek. 2013.